του Μάριου Παλάντζα
επικεφαλής της «Λαϊκής Συσπείρωσης» Παύλου Μελά – δημοτικού συμβούλου
Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται, λέει μια λαϊκή παροιμία. Εν μέσω πανδημίας και με τον λαό στα σπίτια του εξαιτίας της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, ο όμιλος «ΤΙΤΑΝ» και η κυβέρνηση προχωρούν από κοινού τις διαδικασίες για τη νέα αδειοδότηση καύσης στη γνωστή τσιμεντοβιομηχανία της πόλης. Είναι εξέλιξη η οποία έρχεται να συμπληρώσει την τελευταία «ψηφίδα» στον σχεδιασμό του Ομίλου για να προχωρήσει αποφασιστικά η καρκινογόνα καύση απορριμμάτων.
Κεντρικό ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει είναι τα αίτια μιας τέτοιας εξέλιξης. Για να αντέξει στον χρόνο και να αποκτά δυναμικά χαρακτηριστικά οποιοσδήποτε αγώνας αναπτυχθεί με αφορμή τις εξελίξεις αυτές, χρειάζεται να έχει καθαρό μέτωπο απέναντι στον πραγματικό ένοχο. Λοιπόν, ο ένοχος δεν είναι άλλος παρά η ίδια πολιτική η οποία εφαρμόζεται και υλοποιείται με κριτήριο το κέρδος, την υπεράσπιση των επιχειρηματικών συμφερόντων, τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των μεγάλων ομίλων.
Δεν είναι ζήτημα μιας «ανήθικης» βιομηχανίας ή μια στρεβλή ανάγνωση των ευρωπαϊκών κατευθύνσεων για το περιβάλλον από πλευράς της κυβέρνησης. Αντίθετα, είναι η απαρέγκλιτη υλοποίηση της «πράσινης» πολιτικής της ΕΕ, εφαρμογή της κατευθυντήριας οδηγίας του πακέτου της λεγόμενης «κυκλικής οικονομίας». Η «πράσινη» αυτή πολιτική εξειδικεύεται στο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) και στα αντίστοιχα Περιφερειακά Σχέδια (ΠΕΣΔΑ).
Άλλωστε, η ίδια Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) για τη νέα αδειοδότηση καύσης, είναι αποκαλυπτική στις αναφορές που κάνει στο νομοθετικό πλαίσιο στο οποίο αδειοδοτείται η καύση.
Συγκεκριμένα, αναφέρει, ότι «η αξιοποίηση και καυσίμων (βλ. καύση σκουπιδιών) είναι σε πλήρη συμφωνία με το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (2015), τις κατευθυντήριες οδηγίες του πακέτου της κυκλικής οικονομίας της ΕΕ, καθώς και το Εθνικό Επιχειρησιακό Πλαίσιο για την Κυκλική Οικονομία (2018)».
Μάλιστα, αναφέρεται και στην ανανέωση της εθελοντικής συμφωνίας συνεργασίας (2019-2023) του Υπουργείου Ενέργειας (ΥΠΕΝ) με την Ένωση Τσιμεντοβιομηχανιών Ελλάδας.
Αντικείμενο της συμφωνίας αποτελεί η ανανέωση της δυνατότητας από την τσιμεντοβιομηχανία να «χρησιμοποιεί εναλλακτικά καύσιμα» καθώς αυτό «συμβάλει ουσιαστικά στην εξοικονόμηση μη ανανεώσιμων καυσίμων, στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τη μείωση του κόστους παραγωγής».
Με βάση όλα τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι ευθύνη έχουν όλες οι κυβερνήσεις (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ) και όλες αυτές οι πολιτικές δυνάμεις στην Τοπική Διοίκηση που υλοποιούν κατά γράμμα την ευρωπαϊκή νομοθεσία προς όφελος των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων. Είναι υποκριτική όποια κριτική αφήνει έξω από το κάδρο την πολιτική του κεφαλαίου, της ΕΕ, τις διαχρονικές ευθύνες όλων των κυβερνήσεων. Όπως, επίσης, παραπλανητικό και επικίνδυνο για τα λαϊκά συμφέροντα είναι η καλλιέργεια αντιλήψεων ότι μπορεί να υπάρξει καύση που δεν ρυπαίνει όταν γίνεται έλεγχος και τηρούνται τα όρια, ότι η καύση δεν δρα ανταγωνιστικά της ανακύκλωσης κ.ά. Μοναδικός σκοπός τέτοιων ιδεολογημάτων είναι η αναχαίτηση της λαϊκής αντίδρασης, η καλλιέργεια εφησυχασμού για να μην «ανοίξει μύτη».
Η «Λαϊκή Συσπείρωση», με συνέπεια και αίσθημα ευθύνης απέναντι στο λαό, έχει καθαρό μέτωπο απέναντι στους συγκεκριμένους αντιλαϊκούς σχεδιασμούς διαχρονικά. Καθαρό μέτωπο επειδή δεν κρύβει τον πραγματικό ένοχο στην πολιτική της τοποθέτηση. Οι εκλεγμένοι δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι της «Λαϊκής Συσπείρωσης» έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες ανάδειξης και συζήτησης του ζητήματος της καύσης, στηρίζουν και προωθούν κάθε λαϊκή διεκδίκηση γύρω από αυτό. Το επόμενο διάστημα, καλούμε το λαό να βάλει «σε καραντίνα» τους σχεδιασμούς που φέρνουν την καρκινογόνα καύση έξω από τα σπίτια του, να μείνει δυνατός και όχι σιωπηλός μπροστά στις νέες εξελίξεις.